- ψαλμός
- ο1) церк, псалом; 2) песня, гимн, ода;
§ κοντός ψαλμός αλληλούια — не успеешь глазом моргнуть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ κοντός ψαλμός αλληλούια — не успеешь глазом моргнуть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαλμός — twitching masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμός — ο, ΝΜΑ [ψάλλω] 1. θρησκευτική ωδή, λατρευτικός ύμνος τού οποίου η εκτέλεση κατά την αρχαιότητα γινόταν με τη συνοδεία έγχορδου οργάνου 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ψαλμοί εκκλ. κανονικό βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης, αλλ. Ψαλτήριο ή Βίβλος Ψαλμών… … Dictionary of Greek
ψαλμός — ο 1. εκκλησιαστικός ύμνος. 2. φρ., «κοντός ψαλμός αλληλούια», κάτι που συντελείται γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαλμοῖς — ψαλμός twitching masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμοῖσι — ψαλμός twitching masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμοῖσιν — ψαλμός twitching masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμοί — ψαλμός twitching masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμοῦ — ψαλμός twitching masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμούς — ψαλμός twitching masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμῶν — ψαλμός twitching masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμῷ — ψαλμός twitching masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)